μπάσκετμπολ

μπάσκετμπολ
το
άκλ. καλαθόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. basket ball].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπασκετμπολίστας — ο, θηλ. τρια παίκτης τού μπάσκετμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”